Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμάζωμα το [paramázoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) φόρα: Παίρνω ~. Πήδημα με / χωρίς ~. (έκφρ.) παίρνω κπ. ή κτ. ~: α. κατσαδιάζω κπ. β. παρασύρω στο διάβα μου. γ. νικώ και καταδιώκω, κατατροπώνω κπ.
[παραμαζώ(νω) -μα]



