Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραλληλία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλληλία η [paralilía] Ο25 : η ιδιότητα δύο ή περισσότερων πραγμάτων να είναι παράλληλα μεταξύ τους και η αντίστοιχη σχέση ή θέση: Οι δύο ευθείες έχουν μεταξύ τους σχέσεις παραλληλίας. || (επέκτ.) εγγύτητα, συγγένεια: H ~ της φυσικής προς τα μαθηματικά.

[λόγ. παράλληλ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. parallélisation (< parallèle < αρχ. παράλληλος) (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλία `επανάληψη γράμματος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go