Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλλάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλλάζω [paralázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. διαφοροποιώ κτ. σε κάποιο (συνήθ. μικρό) βαθμό σε σχέση με κτ. άλλο (κυρ. με το πρωτότυπο, το αρχικό)· τροποποιώ, αλλοιώνω, αλλάζω κτ.: ~ τη φωνή μου. Mίλησε στο τηλέφωνο με παραλλαγμένη φωνή, για να μην τον αναγνωρίσουν. ~ ένα κείμενο. Tο κείμενο της ανακοίνωσης δημοσιεύτηκε ελαφρά παραλλαγμένο σε σχέση με το αρχικό. Έθεσαν σε κυκλοφορία μια απομίμηση γνωστού προϊόντος παραλλάζοντας κάπως τον τίτλο. 2. εμφανίζω κάποια (συνήθ. μικρή) διαφορά σε σχέση με κτ. άλλο ομοειδές: Οι γραφικοί χαρακτήρες των δύο επιστολών παραλλάζουν ελαφρά. Tα χρώματα / τα σχήματα των δύο αντικειμένων παραλλάζουν. 3. (ναυτ.) α. παραπλέω κάποιο σημείο της ακτής με συγκεκριμένο τρόπο. β. παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, καβατζάρω.

[λόγ. < αρχ. παραλλάσσω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αλλάσσω > αλλάζω (3: κατά τη σημ. της λ. παράλλαξηγ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες