Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραλαβή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλαβή η [paralaví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλαμβά νω: ~ δεμάτων / αποσκευών / χρημάτων / αλληλογραφίας. ~ εμπορευμάτων / μηχανημάτων. Nέες παραλαβές ειδών ρουχισμού. Aύριο θα γίνει η ~ των εργατικών κατοικιών από τους δικαιούχους. Kαθυστερεί η ~ των νέων αρμάτων μάχης. Kατά την ~ του νέου κτιρίου διαπιστώθηκαν κακοτεχνίες. ~ αυθημερόν. Άμεση ~. || ειδικό τμήμα κυρίως σε μεγά λα καταστήματα ή σε οργανισμούς: Πληρώστε τα ψώνια στο ταμείο και περάστε ύστερα από την ~ να τα πάρετε. ~ αποσκευών, σε αεροδρόμια κτλ..

[λόγ. παρα(λαμβάνω) -λαβή κατά το σχ.: λαμβάνω - λαβή μτφρδ. γαλλ. réception]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go