Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλής ο [paralís] Ο8 θηλ. παραλού [paralú] Ο37 : (οικ.) αυτός που έχει πολλά λεφτά, ο πλούσιος, ο λεφτάς: Παραλήδες και φτωχαδάκια.

[τουρκ. paralι -ς· παραλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες