Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακρατικός -ή -ό [parakratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος: Παρακρατικές ομάδες / οργανώσεις / δραστηριότητες. || (ως ουσ.) ο παρακρατικός, άτομο που ανήκει σε παρακρατική οργάνωση. παρακρατικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~.

[λόγ. παρακράτ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες