Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακούω 1 [parakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω) : I. σχηματίζω διαφορετική (εσφαλμένη, ατελή) ακουστική αντίληψη σε σχέση με λόγια ή με ήχους που πραγματικά ειπώθηκαν ή ακούστηκαν, ακούω άλλο αντί άλλου: Nόμισα πως χτύπησε το κουδούνι αλλά φαίνεται πως παράκουσα. Mίλα της πιο δυνατά, γιατί είναι γριά και παρακούει. II. δεν υπακούω, απειθώ σε εντολή, σε διαταγή που μου δόθηκε από κπ.: Tιμωρήθηκε, γιατί παράκουσε τις διαταγές / τις εντολές. Δεν πρέπει να παρακούμε τους γονείς μας.
[I: αρχ. παρακούω· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακούω 2, -γομαι : 1. ακούω κτ. με μεγάλη συχνότητα, σε μεγάλη έκτα ση: Παρακούστηκε αυτό το τραγούδι φέτος από το ραδιόφωνο. 2. ακούω πολύ καλά: Άκουσες; - Άκουσα και παράκουσα.
[παρ(α)- 2 ακούω]



