Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακμιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακμιακός -ή -ό [parakmiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παρακμή. α. που βρίσκεται σε παρακμή: Παρακμιακή εποχή. β. που συμβαίνει ή που δρα σε περίοδο παρακμής: Παρακμιακή τέχνη. ~ ποιητής / καλλιτέχνης.

[λόγ. παρακμ(ή) -ιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες