Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακεντές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακεντές ο [parakendés] Ο13 : 1. (μειωτ.) άνθρωπος που ζει παρασιτικά, σε βάρος άλλων. || τιποτένιος, μηδαμινός. 2. (παρωχ.) αυτός που εργάζεται κάνοντας βοηθητικές αγροτικές δουλειές σε χωράφια άλλων.

[ίσως τουρκ. perakende `λιανικό εμπόριο΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. pera- > παρα- 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες