Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακείμενος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακείμενος ο [parakímenos] Ο20α : (γραμμ.) αρκτικός χρόνος του ρήματος, που δηλώνει μια ενέργεια συντελεσμένη στο παρελθόν η οποία όμως εξακολουθεί να υφίσταται ως αποτέλεσμα και στο παρόν: Ο ~ κι ο υπερσυντέλικος σχηματίζονται περιφραστικά με το ρήμα “έχω”.

[λόγ. < ελνστ. παρακείμενος (ενν. χρόνος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακείμενος -η -ο [parakímenos] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται δίπλα σε κτ. άλλο, σε κπ. άλλο, διπλανός: Στον παρακείμενο χώρο θα ανεγερθεί πολυκατοικία. Aπό την έκρηξη έσπασαν τα τζάμια στις παρακείμενες οικοδομές.

[λόγ. < αρχ. παρακείμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες