Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρακάνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακάνω [parakáno] Ρ πρτ. και αόρ. παράκανα και παραέκανα, απαρέμφ. παρακάνει : κάνω κτ., συμπεριφέρομαι κατά τρόπο που ξεπερνάει το μέτρο, το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παρακάνει τον έξυπνο / το γενναίο / τον ειδήμονα. (έκφρ.) το ~, ξεπερνώ το μέτρο, το ανεκτό, κάνω κατάχρηση κάποιου πράγματος: Tο παρακάνει με τα ξενύχτια και τις διασκεδάσεις. Tο παράκανες και θα ΄χουμε φασαρίες. ΠAΡ Είπαμε γριά να κλάνεις κι όχι να το παρακάνεις, για κπ. που κάνει κατάχρηση της ανοχής, της καλής διάθεσης των άλλων απέναντί του. || (στο γ' πρόσ.): Παρακάνει κρύο / ζέστη, έχει υπερβολικό κρύο / ζέστη.

[παρα- 2 + κάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go