Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραιτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραιτώ [paretó] Ρ10.9α : (προφ., ειρ.) απολύω: Άκουσα ότι παραιτήθη κε. - Mάλλον τον παραίτησαν.

[ενεργ. του παραιτούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες