Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραθυρόφυλλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθυρόφυλλο το [paraθirófilo] Ο41 : 1. καθένα από τα ξύλινα συνήθ. φύλλα που κλείνουν εξωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου και εμποδίζουν το φως ή τη θέα· παντζούρι: Aνοιχτά / κλειστά / μισάνοιχτα / μισόκλειστα / κουφωτά παραθυρόφυλλα. Tα παραθυρόφυλλα χτυπούσαν από τον αέρα. 2. καθένα από τα τζάμια με το ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο που κλείνουν εσωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου.

[λόγ.(;) παράθυρ(ον) -ο- + φύλλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go