Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραθεριστικός -ή -ό [paraθeristikós] Ε1 : που αναφέρεται στον παραθερισμό, που είναι κατάλληλος για παραθερισμό: Παραθεριστικά κέντρα. Παραθεριστική κατοικία.
[λόγ. παραθεριστ(ής) -ικός]



