Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραθερισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθερισμός ο [paraθerizmós] Ο17 : η παραμονή σε έναν (εξοχικό, παραθαλάσσιο κτλ.) τόπο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού για ανάπαυση, για διακοπές· παραθέριση: Tόπος / κέντρο παραθερισμού. || (προφ., ειρ.) η εξορία, η φυλάκιση: Tους στείλανε στη Λέρο για παραθερισμό.

[λόγ. παραθερισ- (παραθερίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες