Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραθερίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθερίζω [paraθerízo] Ρ2.1α : περνώ το καλοκαίρι ή τμήμα του κάπου (σε ένα εξοχικό, παραθαλάσσιο κτλ. μέρος) κάνοντας διακοπές: Πού θα παραθερίσετε φέτος; || (προφ., ειρ.) για κπ. που είναι στην εξορία ή στη φυλακή: Tους πήγανε στη Γυάρο, για να παραθερίσουν.

[λόγ. παρα- 1 θέρ(ος) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. ξεκαλοκαιριάζω ή από παρανόηση του ελνστ. παραθερίζω `θερίζω στο πλάι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
παραθερίζω.
  • Θερίζοντας επεκτείνομαι παράνομα και στο χωράφι του γείτονα, καταπατώ ξένη γη:
    • κλέπται, άρπαγοι … και οι παραθερίζοντες (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 252).

[μτγν. παραθερίζω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες