Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραθαλασσία η· παραθαλασσιά.
-
— Βλ. και παραθαλάσσιον και παραθαλάσσιος.
- Παραλία, ακροθαλασσιά:
- Κτίσε πόλιν Αλέξανδρον στον Νείλον το ποτάμι, και βάλε τα θεμέλια της στην παραθαλασσία (Αλεξ. 537· Ασσίζ. 48813).
[θηλ. του επιθ. παραθαλάσσιος ως ουσ.· η χρ. ήδη αρχ. Ο τ. στο Somav.]
- Παραλία, ακροθαλασσιά: