Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραζάλη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραζάλη η [parazáli] Ο30 : ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση που συχνά συνοδεύεται από διάχυτο ενοχλητικό θόρυβο: (Mέσα) στην ~ μου άφησα τα κλειδιά μέσα στο αυτοκίνητο. H ~ της μάχης / της δουλειάς. Ερωτική ~, ταραχή, μεγάλη συγκίνηση, αναστάτωση.

[παρα- 1 ζάλη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go