Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδιαβ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
παραδιαβάζω· παραδιεβάζω· παρδιαβάζω.
— Βλ. και περιδιαβάζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Διασκεδάζω, περνώ τον καιρό μου διασκεδάζοντας:
      • Έτρωγα, έπινα καλά, ανέγνοιαστα εκοιμούμουν, επαραδιάβαζα καλά (Περί ξεν. 215· Αχιλλ. L 672).
    • 2) Κάνω περίπατο:
      • εξέβησαν έξω … εις περιβόλια έμορφα διά να παραδιαβάσουν (Απολλών. 346· Διγ. Esc. 1097).
    • 3) Αναμετριέμαι, αγωνίζομαι, πολεμώ:
      • (Χρον. Μορ. H 9059
      • Αν είστε αντρειωμένοι, ελάτε να παραδιαβάσομεν (Μαχ. 46020).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Διασκεδάζω, ευχαριστώ κάπ.:
      • μακάρι να μας έποικες αυτήν την χάριν (ενν. να χαρείς και να χορεύσεις) διά να μας παραδιαβάσεις (Συναξ. γυν. 578).
    • 2) Διέρχομαι, διασχίζω έναν τόπο εξετάζοντάς τον:
      • επαραδιάβασεν (ενν. ο Καμπανέσης) τα μέρη Καλομμάτας (Χρον. Μορ. H 1748).

[<παρα‑ + διαβάζω. Η λ. με διαφορ. σημασ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιαβαίνω.
— Βλ. και περιδιαβαίνω.
  • (Μτβ.)
    • 1) Τοπ.
      • α) περνώ:
        • Κάστρη πολλά επαραδιέβηκεν και χώρας επαρήλθεν (Ιμπ. 260 κριτ. υπ.
      • β) προχωρώ, προσπερνώ:
        • τον τόπον να παρεδιαβεί, να κατεβεί ολίγον (Διγ. Esc. 1474).
    • 2) (Χρον.) ξεπερνώ:
      • ημπορεί να παραδιαβεί και έως δ́ χρόνους ή δι’ αρρωστία ή διά άλλην αφορμήν εύλογον (Ελλην. νόμ. 52514).

[<παρα‑ + διαβαίνω. Τ. παραδαβαίνω σήμ. ποντ. Η λ. το 10. αι. και στο ΑΛΝΕ]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιάβασις ‑ση η· παρδιάβασις.
— Βλ. και περιδιάβασις.
  • 1)
    • α) Διασκέδαση, ξεφάντωση, πανηγύρι:
      • εθέλησεν ο ρήγας να έβγει έξω και παίρνει και την ρήγαινα εις παραδιάβασίν των (Βέλθ. 1083· Πικατ. 378), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1611
    • β) απόλαυση, ευχαρίστηση:
      • ιχνεύγω, κυνηγώ, … και έχω τούτο εις θρέψη μου και εις παραδιάβασή μου (Λίβ. Esc. 1078· Ροδινός 216
    • γ) ξεγνοιασιά, ανεμελιά:
      • εθανάτωσέ τον … εις την παραδιάβασιν της παιδιοσύνης του (Μαχ. 4761).
  • 2) Πέρασμα:
    • του μαύρου παραδιάβασες (Αχιλλ. L 819).

[<παραδιαβάζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 8.-9. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιάβασμαν το.
— Βλ. και περιδιάβασμαν.
  • Διασκέδαση:
    • να τον (ενν. το Λίβιστρο) ευρεί (ενν. ο βασιλεύς) εις κυνήγιν του και εις παραδιάβασμάν του (Λίβ. Sc. 1696).

[<αόρ. του παραδιαβάζω + κατάλ. ‑μαν. Η λ. στο Somav. (‑α)]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιαβασμός ο.
— Βλ. και περιδιαβασμός.
  • 1)
    • α) Ξεφάντωμα, πανηγύρι:
      • εκάθισαν εις τους παραδιαβασμούς και έτρωγαν και έπιναν (Τρωικά 5344
    • β) διασκέδαση, ευχαρίστηση, απόλαυση:
      • να λύσομεν ιεράκια μας εις περδικοκυνήγιν, τάχα διά μιτρίασμαν και παραδιαβασμόν μας (Λίβ. Sc. 2082· Φλώρ. 1583
    • γ) ευχάριστη απασχόληση· παιχνίδι:
      • « … θέλω και εις παραδιαβασμόν μετά σου να καθίσω» Λέγει (ενν. ο καστελλάνος) …: «Πιάσετε, φέρετε ταβλίν και θέστε το έμπροστέ μας» (Φλώρ. 1437).
  • 2) Περίπατος:
    • χαράν τήν είχασιν αυτοί οι συνοδοιπόροι … εις παραδιαβασμούς των (Φλώρ. 301).
  • 3) Ευχάριστη παρέα, συντροφιά:
    • Αλέξανδρε, τους γέροντες πρέπει παραδιαβασμούς με τον βασιλέα να στέκονται (Διήγ. Αλ. V 37).

[<αόρ. του παραδιαβάζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 9. αι. (TLG)]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιαβαστής ο.
— Πβ. και περιδιαβαστής.
  • 1) Αυτός που αγαπά τις διασκεδάσεις, γλεντοκόπος:
    • ήτον (ενν. ο Αχιλλέας) καλόκαρδος παραδιαβαστής εις έρωταν και εις κάλλος (Αχιλλ. L 40· Σαχλ., Αφήγ. 58).
  • 2) (Ως επίθ.) ευχάριστος:
    • Με κείνους απού να στέκεις ας είσαι παραδιαβαστής (Ξόμπλιν φ. 127v).

[<αόρ. του παραδιαβάζω + κατάλ. ‑τής]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδιαβαστώντα, επίρρ.
  • Για περιοδεία:
    • 'πιδέξια εξέβην (ενν. ο ρήγας) παραδιαβαστώντα απού τόπον εις τόπον (Μαχ. 7630).

[<επίθ. *παραδιαβαστός (ή επίρρ. *παραδιαβαστά) <παραδιαβάζω + κατάλ. ‑ώντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες