Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδειγματικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παραδειγματικώς, επίρρ.
  • Με χρήση παραδειγμάτων:
    • ο ημέτερος δεσπότης γέγραφε προς τον βασιλέα αιτών αυτόν (ενν. τον απατεώνα) και παραδειγματικώς εμήνυε λέγων (Δούκ. 18928).

[αρχ. επίρρ. παραδειγματικώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες