Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραδειγματίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραδειγματίζω [paraδiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : διδάσκω, σωφρονίζω κπ. με παράδειγμα, αξιοποιώντας την εμπειρία ή τη δράση συνήθ. τρίτων: Οι ηρωικές πράξεις των αγωνιστών του ΄40 πρέπει να παραδειγματίζουν τους νεότερους. Δεν παραδειγματίστηκες από όσα έπαθε ο αδελφός σου;

[λόγ. < ελνστ. παραδειγματίζω `χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα, τιμωρώ΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go