Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδίπλα [paraδípla] επίρρ. τοπ. : 1. δίπλα, παραπλεύρως: Mένω ~ από το ζαχαροπλαστείο. 2. αμέσως ύστερα από το διπλανό χώρο, τη διπλανή θέση κτλ.: Δίπλα μου καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος και ~ ένα παιδά κι. Δίπλα υπάρχει ένα κουρείο και ~ ένα γαλατάδικο.
[παρα- 2 + δίπλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδιπλανός -ή -ό [paraδiplanós] Ε1 : 1. που βρίσκεται δίπλα, παραπλεύρως, διπλανός: Στις πολυκατοικίες δε γνωρίζει κανείς τον παραδιπλανό του γείτονα. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά το διπλανό: Στο διπλανό σπίτι κάθεται ένας έμπορος και στο παραδιπλανό ένας υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο παραδιπλανός.
[παραδίπλ(α) -ανός]



