Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραγιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγιός ο [parajós] Ο17 : (λαϊκότρ.) 1. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη, επαγγελματία: Tον πήρε παραγιό στο μαγαζί. 2. υπηρέτης. 3. θετός γιος: ~ και παρακόρη.

[παρα- 1 γιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go