Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραγγελιοδότης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγγελιοδότης ο [parangelioδótis] Ο10 : αυτός που έχει δώσει μια συγκεκριμένη παραγγελία, ιδίως εμπορική.

[λόγ. παραγγελί(α) -ο- + -δότης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go