Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβίαση η [paravíasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραβιάζω: H ~ των συνόρων / της κλειδαριάς / του εναέριου χώρου / της συμφωνίας.
[λόγ. παραβια- (παραβιάζω) -σις > -ση]



