Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραβάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβάτης ο [paravátis] Ο10 θηλ. παραβάτιδα [paravátiδa] Ο28 & (λόγ.) παραβάτις [paravátis] : α. αυτός που αθετεί, που δεν τηρεί συμφωνίες, που παραβιάζει κανόνες, κανονισμούς κτλ.: ~ του νόμου. Οι παραβάτες του κανονισμού θα τιμωρούνται αυστηρά. β. (εκκλ.) αρνητής της θρησκευτικής πίστης: Iουλιανός ο ~.

[λόγ.: α: αρχ. παραβάτης· β: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. παραβάτις, αιτ. -ιδα· λόγ. < ελνστ. παραβάτις]

[Λεξικό Κριαρά]
παραβάτης ο.
  • α) Αυτός που παραβαίνει νόμο ή συμφωνία, που δεν κρατά τον όρκο ή την υπόσχεσή του, παραβάτης:
    • (Κορων., Μπούας 50), (Διγ. Z 602
  • β) (προκ. για θρησκευτική πίστη) ασεβής, αρνησίθρησκος:
    • (Διγ. Άνδρ. 3384
    • Ω Ιουδαίοι άνομοι, ω φάλσοι παραβάται (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 33
  • γ) (προκ. για αθέτηση ερωτικών όρκων):
    • (Διγ. Άνδρ. 3712).

[αρχ. ουσ. παραβάτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες