Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραέχω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραέχω [paraéxo] Ρ πρτ. παραείχα : έχω, διαθέτω κτ. σε ποσότητα ή σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο πρέπει, από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Έχει λεφτά αυτός; - Έχει και παραέχει. Παραέχει ζέστη / κρύο σήμερα.

[παρα- 2 + έχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go