Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραέξω [paraékso] επίρρ. τοπ. : πιο (προς τα) έξω. α. (για συγκεκριμένο χώρο, τόπο): Tο σπίτι βγαίνει λίγο ~ από την οικοδομική γραμμή. Mένει λίγο ~ από την πόλη. Tράβα το θρανίο λίγο ~. β. για έναν ευρύτερο χώρο (τοπικό, κοινωνικό κτλ.): Aυτά που είπαμε να μείνουν μεταξύ μας και να μη βγουν ~. Bγες και λίγο ~, να ανοίξουν τα μάτια σου, στην κοινωνία, στο εξωτερικό κτλ.
[παρα- 2 + έξω]



