Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέλευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρέλευση η [parélefsi] Ο33 : (για χρόνο) το πέρασμα, η πάροδος (ενός διαστήματος): Ύστερα από ~ πέντε ετών τα χρέη παραγράφονται. Mετά την ~ της προθεσμίας δε γίνονται δεκτές άλλες αιτήσεις.

[λόγ. < ελνστ. παρέλευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες