Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράμετρος η [parámetros] Ο36 : καθένα από τα επί μέρους στοιχεία, τους συντελεστές, τους παράγοντες που προσδιορίζουν, επηρεάζουν ή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά ενός συστήματος: H ατμόσφαιρα προσδιορίζεται από τις παραμέτρους της θερμοκρασίας, της πίεσης και της πυκνότητας. Kατά τη μελέτη του θέματος εξετάστηκαν όλες οι παράμετροι· οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ψυχολογικές. || (μαθημ.) σταθερά μιας συνάρτησης, η οποία (σταθερά) παίρνοντας διάφορες τιμές παράγει σειρά νέων συναρτήσεων. || (στατ.) μετρήσιμο μέγεθος που επιτρέπει την παράσταση των κύριων χαρακτηριστικών ενός στατιστικού συνόλου με απλό και σύντομο τρόπο: H ~ της πληθυσμιακής αύξησης / της παραγωγικότητας.
[λόγ. < γαλλ. paramètre (αρσ.) < para- = παρα- 1 + -mètre < αρχ. μέτρ(ον) -ος, θηλ. κατά τα περίμε τρος, διάμετρος για να δείχνει πιο λόγ.]



