Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράμερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράμερος -η -ο [parámeros] Ε5 : που βρίσκεται σε απόσταση από κάποιο κέντρο, από κάποιο κεντρικό σημείο: Παράμερο σπίτι. ~ δρόμος. ANT κεντρικός. παράμερα ΕΠIΡΡ 1. σε απόσταση από κάποιο κέντρο, από ένα κεντρικό σημείο: Tο σπίτι μου είναι λίγο ~. 2. σε (μικρή) απόσταση από ένα χώρο που αποτελεί το κέντρο κάποιας δραστηριότητας: Tον πήρε ~ και του μίλησε. Στάθηκε / έκατσε ~ κι άκουγε.

[μσν. *παράμερος < μσν. φρ. παρά μέρ(ος) `σε γειτονικό μέρος΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες