Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράκρουση η [parákrusi] Ο33 : (ιατρ.) 1. παροδική ψυχική διαταραχή, απώλεια του λογικού: Έπαθαν / υπέστησαν ομαδική ~. 2. ψυχικό φαινόμενο ακουστικής παραίσθησης που χαρακτηρίζεται από εσφαλμένη ερμηνεία πραγματικού εξωτερικού αιτίου (ακουστικού ερεθίσματος): H ~ αποτελεί είδος παραίσθησης.
[λόγ. < αρχ. παράκρου(σις) -ση]



