Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παράδρομος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παράδρομος ο — παράδρομον το.
  • 1) Δρόμος, πορεία:
    • Όπισθεν εσυχνόβλεπεν (ενν. ο Φλώριος) του παραδρόμου εκείνου να ίδει την παράξενον εκείνην τήν ηγάπα (Φλώρ. 297).
  • 2) (Προκ. για χρόνο) πάροδος, παρέλευση:
    • μετά δε παράδρομον τριών ημερών … (Ιστ. πολιτ. 508).

[αρσ. ή ουδ. αντίστοιχα του αρχ. επιθ. παράδρομος. Το ουδ. ήδη αρχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go