Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδηγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παράδηγμα το.
  • Δάγκωμα· τσίμπημα:
    • αίσθησιν εμποιεί (ενν. η μυρμηκιά) του παραδήγματος μύρμηκος (Ιερακοσ. 4963).

[<παρα‑ + ουσ. δήγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες