Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παράγκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράγκα η [paráŋga] Ο25 : μικρό παράπηγμα συνήθ. ξύλινο ή από λαμαρίνα: Ξύλινη / τενεκεδένια ~. Οι πρόσφυγες έμεναν σε παράγκες. || (επέκτ.) οίκημα που το χαρακτηρίζει κακή, πρόχειρη, χαμηλής ποιότητας κατασκευή. παραγκάκι το YΠΟKΟΡ. παραγκούλα η YΠΟKΟΡ.

[< μπαράγκα με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· παράγκ(α) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go