Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράβολο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράβολο το [parávolo] Ο42 : χρηματικό ποσό που προκαταβάλλει κάποιος στο Δημόσιο Tαμείο είτε για να ασκήσει κάποιο ένδικο μέσο (έφε ση, αναίρεση κτλ.) είτε για να ασκήσει κάποιο δικαίωμα (υποβολή υποψηφιότητας βουλευτή, αίτηση για δίπλωμα οδήγησης κτλ.) είτε για άλλους λόγους. || τοέντυπο που χορηγείται ως απόδειξη για την καταβολή του ποσού.

[λόγ. < αρχ. παράβολον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβολοειδής -ής -ές [paravoloiδís] Ε10 : (μαθημ.) που έχει σχήμα παραβολής 3· παραβολικός 3: ~ καμπύλη. || (ως ουσ.) το παραβολοειδές, καμπύλη μόνο με άξονα συμμετρίας και χωρίς κέντρο: Παραβολοειδές ελλειπτικό / υπερβολικό / εκ περιστροφής.

[λόγ. < γαλλ. paraboloïde < parabol(e) < ελνστ. παραβολ(ή) (δες παραβολή 3) -ο- -ide = -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες