Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παράβασις ‑ση η.
-
- 1) Αθέτηση, παραβίαση, παράβαση:
- παραβάσεις των όρκων (Δούκ. 2857).
- 2) (Προκ. για το προπατορικό αμάρτημα) ανυπακοή· αμαρτία:
- έμελλεν να απολεσθεί διά την παράβασιν, ήν εποίησεν, ο πρώτος ημών άνθρωπος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 354v).
[αρχ. ουσ. παράβασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Αθέτηση, παραβίαση, παράβαση:



