Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παράβαλμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παράβαλμα το.
  • Κόπρανα, περιττώματα:
    • βλάβη των ορνέων … διά ασπαστρίαν του παραβάλματος (Ορνεοσ. 57910).

[<παραβάλλω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Meursius]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go