Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπούτσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παπούτσα η.
  • Μεγάλο παπούτσι:
    • παπούτσες χελωνόκοπες (Γεωργηλ., Θαν. 585).

[<ουσ. παπούτσι + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Βλαχ. (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. με διάφ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπουτσάδικο το [paputsáδiko] & παπουτσίδικο το [paputsíδiko] Ο41 : (παρωχ.) τσαγκάρικο, υποδηματοποιείο.

[παπουτσ(ής) -άδικο, -ίδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες