Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπουτσώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπουτσώνω [paputsóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) βάζω ή αγοράζω σε κπ. παπούτσια: Ο παπουτσωμένος γάτος* και ως ΦΡ.

[μσν. παπουτσώνω < παπούτσ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go