Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπουτσάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπουτσάδικο το [paputsáδiko] & παπουτσίδικο το [paputsíδiko] Ο41 : (παρωχ.) τσαγκάρικο, υποδηματοποιείο.

[παπουτσ(ής) -άδικο, -ίδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες