Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπλωματάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπλωματάς ο [paplomatás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει, που επιδιορθώνει ή και πουλάει παπλώματα, στρώματα και μαξιλάρια.

[παπλωματ- (πάπλωμα) -άς]

[Λεξικό Κριαρά]
παπλωματάς ο.
  • Αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπλώματα:
    • Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγγάρης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1207).

[<ουσ. πάπλωμα + κατάλ. ‑άς. Λ. παπλωματάρης σε έγγρ. του 16. αι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες