Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπισμός ο [papizmós] Ο17 : το σύνολο των δογμάτων της καθολικής εκκλησίας. || η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. || η κοσμική εξουσία του πάπα.

[λόγ. < ιταλ. papismo ή γαλλ. papisme (-ismo, -isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go