Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπίστας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παπίστας ο.
  • Οπαδός του παπισμού, καθολικός στο θρήσκευμα:
    • να επαγγέλλονται (ενν. οι Γεζουΐται) … ότι είναι παπίσται και ότι ο Πάπας είναι της εκκλησίας της καθολικής πρώτος και κεφαλή (Λούκαρ., Διάλ. 22327).

[<ουσ. πάπας + κατάλ. ‑ίστας. Πβ. Κουμαν., λ. παπιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες