Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπί
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπί το [papí] Ο43 : 1. μικρή πάπια. ΦΡ κάνω κπ. / γίνομαι ~, κάνω κπ. / γίνομαι μούσκεμα. 2. παπάκιIII. παπάκι* το YΠΟKΟΡ.

[πάπ(ια) υποκορ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παπί το,
βλ. παπί(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
παπί(ν) το.
  • Μικρή πάπια:
    • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [633]).

[<ουσ. πάπια + κατάλ. ‑ί(ν). Κατά Ανδρ. (λ. ί) <ουσ. *παππίον <υποκορ. του μτγν. ουσ. πάππος. Τ. ‑ίν σήμ. ποντ. Η λ. (‑ί) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάπια η [pápxa] Ο25α : I. νηκτικό, υδρόβιο πουλί (σε άγρια κατάσταση ή κατοικίδιο) με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος, κοντά πόδια με μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα και ποικίλο (συνήθ. φαιό) φτέρωμα: Στη λίμνη κολυμπούσαν πάπιες και χήνες. Φάγαμε ~ γεμιστή / ψητή. Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της άγριας πάπιας. Περπατάει σαν ~, για παχύ άτομο (κυρ. γυναίκα), που περπατάει με ανοιχτά πόδια και γέρνει δεξιά και αριστερά. ΦΡ κάνω την ~, προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κτ., αποφεύγω να πάρω θέση· ΣYN έκφρ. κάνω το κορόιδο. || (ως γλωσσοδέτης) μια ~ μα ποια ~, μια ~ με παπιά. II. είδος ουροδοχείου πλατιού και με μακρύ λαιμό για αρρώστους ή υπερήλικες. παπάκι* το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πάπια ίσως ηχομιμ. < κραυγή πα-πα-πα]

[Λεξικό Κριαρά]
πάπια η· γεν. πληθ. παπίων.
  • Πάπια:
    • (Πουλολ. ΑΖ 45).

[πιθ. <μτγν. ουσ. πάππος ή ηχοπ. λ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Παπιγγινός ο.
  • Αυτός που κατάγεται από το χωριό Πάπιγγον ή κατοικεί εκεί:
    • (Χρον. Τόκκων 1454).

[<τοπων. Πάπιγγον + κατάλ. ‑ινός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπιγιόν το [papijón] & παπιόν το [papón] Ο (άκλ.) : λαιμοδέτης με φιόγκο σε σχήμα πεταλούδας: Φορούσε σμόκιν και ~.

[λόγ. < γαλλ. nœud papillon `κόμπος γραβάτας σε μορφή πεταλούδας΄· αποβ. του μεσοφ. [j] και αφομ. ηχηρ. [p-j > p-] ]

[Λεξικό Κριαρά]
παπικός, επίθ.,
βλ. παππικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπικός -ή -ό [papikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πάπα, στη δυτική εκκλησία, στον καθολικισμό: Παπική εκκλησία / τιάρα. Παπικό κράτος, το Bατικανό. ~ θρόνος.

[λόγ. πάπ(ας) -ικός μτφρδ. μσνλατ. papalis (διαφ. το ελνστ. παππικός `κληρονομημένος από τον παππού΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπίσιος -α -ο [papísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε πάπια: Παπίσιο αυγό / κρέας.

[πάπ(ια) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες