Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παξιμάδα η· καψιμάδα.
-
- Παξιμάδι:
- οπίσω η γυνή του βαστώντα και ταγάριν, σκορδίκια είχεν κάτωθεν και πέντε καψιμάδες (Ημερολ. 116).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2707), (Πορτολ. Β 1234).
[<ουσ. παξιμάδι + κατάλ. ‑α. Ο τ. <ουσ. καψιμάδι (Somav. II, λ. biscotto). Η λ. και σήμ.]
- Παξιμάδι:



