Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανώριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανώριος, επίθ.,
βλ. πανώραιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανώριος -α -ο [panórjos] Ε4 : (λαϊκότρ.) πάρα πολύ ωραίος, όμορφος· πανέμορφος, πάγκαλος: Πανώρια κόρη. Πανώριο τραγούδι.

[μσν. πανώραιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < παν- + ωραίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες