Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανύψηλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανύψηλος, επίθ.
  • Πάρα πολύ ψηλός·
    • (εδώ ο υπερθ. ως τιμητικός τίτλ. ή τιμητική προσφών.):
      • οι Ιωαννίται πανυψηλότατον και εκλαμπρότατον αυτόν ανεκήρυξαν (Ιστ. Ηπείρ. XXXI10
      • πανυψηλότατοι αυθέντες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 849).

[<παν‑ + επίθ. υψηλός. Η λ. το 13. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανύψηλος -η -ο [panípsilos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ ψηλός· ψηλότατος: Πανύψηλα δέντρα / κτίρια. Πανύψηλες βουνοκορφές.

[λόγ. < μσν. πανύψηλος < παν- + υψηλ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες