Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανόμοιος -α -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανόμοιος, επίθ.
  • Εντελώς όμοιος:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2999).

[μτγν. επίθ. πανόμοιος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανόμοιος -α -ο [panómios] Ε6 : που είναι εντελώς, απόλυτα όμοιος με άλλον.

[λόγ. < ελνστ. πανόμοιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go