Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανωκαλήμαυκο το [panokalímafko] & πανωκαμήλαυκο το [panokamí lafko] Ο40 : (προφ.) το μαύρο κομμάτι ύφασμα που φορούν οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες (της ορθόδοξης εκκλησίας) πάνω από το καλημαύχι· επανωκαλήμαυχο.
[< επανωκαλήμαυχο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το επάνω > πάνω και ανομ. τρόπου άρθρ. [fx > fk] · μσν. *επανωκαμήλαυκον (πρβ. μσν. απανωκαμήλαυκον κατά το επάνω > απάνω) < επάνω + καμηλαύκ(ι) -ον]